διοπτροφόρος

διοπτροφόρος
-ο
1. αυτός που φορά δίοπτρα, γυαλιά
2. (για συσκευές) αυτή που έχει διόπτρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δίοπτρον + -φορος < φέρω. Η λ. μαρτυρείται από το 1883 στον Γεώργιο Αναστασόπουλο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διοπτροφόρος — ο, η αυτός που φορά γυαλιά, ο γυαλάκιας: Οι διοπτροφόροι φαίνονται συνήθως σοβαροί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κόμπρα — Κοινή ονομασία δηλητηριωδών φιδιών του γένους ναΐα ή νάγια (Naja), της οικογένειας των ελαπινών, της τάξης των φολιδωτών. Γνωστότερο είδος είναι η Naja naja ή Naja tripudians, γνωστή ως διοπτροφόρος κ., η οποία σκοτώνει τα θύματά της χύνοντας το… …   Dictionary of Greek

  • καϊμάν — Κοινή ονομασία ορισμένων ερπετών τις οικογένειας των αλιγατορίδων, της τάξης των κροκοδειλίων, που ζουν στα ποτάμια και στα έλη της Νότιας Αμερικής. Όπως και τα υπόλοιπα μέλη της τάξης, τα κ. είναι αμφίβια, σαρκοφάγα ζώα, που τρέφονται με υδρόβια …   Dictionary of Greek

  • γυαλάκιας — ο αυτός που φοράει γυαλιά, ο διοπτροφόρος: Ο δάσκαλός μας είναι ένας αδύνατος γυαλάκιας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”